αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αυξάνω — αυξάνω, αύξησα βλ. πίν. 104 Σημειώσεις: αυξάνω : έχει και τη σημασία του αυξάνομαι. Σπάνιος ο τύπος αυξαίνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αβγατίζω — αβγάτισα, και αβγαταίνω αβγάτυνα 1. μτβ., αυξαίνω, μεγαλώνω κάτι: Την πατρική περιουσία την αβγάτισε. 2. αμτβ., αυξαίνομαι, πληθαίνω: Αβγάτισαν οι δουλειές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω ησα, ήθηκα, ημένος 1. ως μτβ., κάνω κάτι μεγαλύτερο ή περισσότερο από ό,τι είναι: Αποφάσισε να αυξήσει τους μισθούς των υπαλλήλων του. 2. ως αμτβ., γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος: Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε πολύ ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολλαπλασιάζω — πολλαπλασίασα, πολλαπλασιάστηκα, πολλαπλασιασμένος 1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο σε μέγεθος ή ποσότητα: Μέσα σε λίγα χρόνια πολλαπλασίασε την περιουσία του. 2. εντείνω, αυξαίνω: Πολλαπλασιάζω τις ενέργειές μου. 3. (μαθημ.), κάνω την πράξη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προχωρώ — προχώρησα, προχωρημένος 1. βαδίζω, πορεύομαι: Προχωρούσαμε δύσκολα μέσα στους βαλτότοπους. 2. μτφ., αυξαίνω, μεγαλώνω σε έκταση ή ένταση ή χρόνο: Άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας. – Προχωρεί η πυρκαγιά. 3. προοδεύω, προκόβω: Προχωρεί στις σπουδές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)